διακονίομαι

διακονίομαι
διακονίομαι (Α) [κονίομαι]
1. κυλιέμαι στη σκόνη
2. προετοιμάζομαι για αθλητικό αγώνα ή για τη μάχη.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”